Τι σημαίνει: Πάμε κι όπου βγει.

 


Καμιά φορά, ιδιαίτερα σε δύσκολους καιρούς, κάποιες απλές λέξεις ή φράσεις αποκτούν αίφνης ένα βαρύ φορτίο.

Διαδίδονται αστραπιαία -σαν τα μπαλονάκια με τους διαλόγους των προσώπων στα κόμικς-, τις βλέπεις γραμμένες παντού, να ακτινοβολούν το νόημά τους, «ψυχή βαθιά», «εδώ και τώρα», «αέρα!», «την παλεύω...», ή εκείνη η κοσμοϊστορική απάντηση που έδωσε οργισμένος συνταξιούχος σε αφελή τηλεοπτικό ρεπόρτερ έξω από σουπερμάρκετ, όταν ρωτήθηκε πώς του φάνηκε το καλάθι του νοικοκυριού: «αρχίδια καπαμά!».

Αυτές τις μέρες όμως, η φράση που έγινε η λεζάντα της τραγωδίας των Τεμπών, ήταν ό,τι είπε, σύμφωνα με επιζώντα επιβάτη, ο μηχανοδηγός στον υπεύθυνο εισιτηρίων όταν ξεκινούσε το μοιραίο τρένο: «πάμε κι όπου βγει».

Οι βασιλιάδες χάραζαν πάνω στους θυρεούς τους το «Ισχύς μου η αγάπη του λαού», οι αγωνιστές του ’21 είχαν το «Ελευθερία ή Θάνατος», στο Πολυτεχνείο το «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία» εναντιώθηκε στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ο Μαρξ είχε κηρύξει «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», όμως το «πάμε κι όπου βγει» έμελλε να γίνει το μότο της σημερινής Ελλάδας.

Πικρό, άθλιο σλόγκαν: τι σημαίνει «πάμε κι όπου βγει»; Σημαίνει ας ξεκινήσουμε κάτι, ένα ταξίδι, ένα έργο, μια δραστηριότητα, μια επιχείρηση, κι όπου μας βγάλει ο δρόμος, κι ό,τι γίνει. Χωρίς να έχουμε προετοιμαστεί ή εξασφαλίσει, όσο το δυνατόν, τα μέσα με τα οποία θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που αναπόφευκτα θα προκύψουν. Σίγουρα θα συναντήσουμε και Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, αλλά πώς θα σταθούμε απέναντί τους;

Με μια σιδηροδρομική γραμμή ασυντήρητη και ανεπιτήρητη, με το προσωπικό της ανεκπαίδευτο και ελλιπές, αν λέμε «πάμε κι όπου βγει», δηλαδή ξεκινάμε κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, τότε έχουμε ήδη χάσει από χέρι. Είμαστε «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα» - μόνο που αυτό ποτέ δεν έρχεται.

«Πάμε κι όπου βγει», σημαίνει πως κάποια πατέντα θα σκαρφιστούμε, κάπως θα τα μπαλώσουμε, ώστε η προχειρότητα, η ολιγωρία, η αβελτηρία, ή ακόμα και ο δόλος μας, να μην αποκαλυφθούν τελικά. Κάπως θα τη βγάλουμε καθαρή, ελπίζουμε, όταν λέμε «πάμε κι όπου βγει», παρ’ όλο που είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων, έχοντας πείσει τους εαυτούς μας και την κοινωνία πως, ναι, με τις πορδές βάφονται αυγά.

Ισως γιατί αυτό το ανεύθυνο, το αυθόρμητο «εντάξει, μωρέ, θα τη βολέψουμε, μη σκας!» καμιά φορά λειτουργεί. Οταν βγαίνουμε, ας πούμε, μια βόλτα χωρίς πρόγραμμα και για αλλού ξεκινάμε κι αλλού καταλήγουμε, τότε ναι, έχει και πλάκα αυτή η απρογραμμάτιστη στάση.

Ομως, θα έρθει, νομοτελειακά, η μαύρη ώρα, η αποφράδα μέρα, που αυτό το «πάμε κι όπου βγει» θα εκραγεί στα χέρια μας με τον χειρότερο, τον πλέον τραγικό τρόπο, όπως κι έγινε. Ανθρώπινο λάθος, συν απαρχαιωμένο δίκτυο, συν εγκληματική αμέλεια, συν φονική αδιαφορία, συν το κέρδος ως υπέρτατη αξία, ίσον πενήντα εφτά άνθρωποι νεκροί.

Κι έτσι, το «πάμε κι όπου βγει» έγινε το σύγχρονο «οϊμέ, βαβαί, ιαταταί!» της αρχαίας τραγικής οδύνης, έγινε το σύνθημα προς αποτροπήν, το ξόρκι που σχηματίζουν με τα σακίδιά τους οι μαθητές στις αυλές των σχολείων τους. Το λένε και το γράφουν, το ουρλιάζουν, μπας και το αφουγκραστούμε, μπας και κάνουμε τελικά ό,τι πρέπει, για να γλιτώσουν τα παιδιά μας τη ζωή τους.

[...] Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια
να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια
αγάπη μου πρώτη αγάπη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει.
Στίχοι & μουσική: Ακης Πάνου (1971)

 

Σχόλια