Η προσχώρηση στην Επανάσταση


Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα


Η είδηση για την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο ξεσήκωσε τους νησιώτες, που δυσανασχετούσαν από τη μακροχρόνια ανεργία.

Ο λαϊκός παράγοντας, με πρωταγωνιστές τα πληρώματα των πλοίων, τους αφανείς ναυτικούς, «έσπρωξε» τα τρία ναυτικά νησιά, Υδρα, Σπέτσες και Ψαρά, να προσχωρήσουν στην Επανάσταση του 1821 και τελικά να έχουν καθοριστική συμβολή στην επιτυχή έκβασή της τα πρώτα κρίσιμα χρόνια.

Ιδιαίτερα στην Υδρα, όπως έγραψε ο ιστορικός και αγωνιστής της Επανάστασης, Ιωάννης Φιλήμων, χρειάστηκε να γίνουν «δύο αντί μιας επαναστάσεις, πρώτη κατά των προκρίτων ως ακαταπείστων (=αυτοί που δεν έχουν πεισθεί εντελώς) και δευτέρα κατά των Τούρκων» («Δοκίμιο Ιστορικό περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήνα 1860, τ. Γ’, σελ. 107).

Πρωταγωνιστές της λαϊκής εξέγερσης στην Υδρα, που υποχρέωσε τους προκρίτους να εγκαταλείψουν την παθητική στάση τους, να προσχωρήσουν και στη συνέχεια να στηρίξουν την Επανάσταση, ήταν ο Αντώνιος Οικονόμου, ένας από τους δευτερεύοντες Υδραίους πλοιάρχους μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, και ο Γκίκας Θ. Γκίκας, γιος ενός από τους προκρίτους του νησιού. Η Υδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά άρχισαν να αναπτύσσουν τη ναυτιλία τους αξιοποιώντας το άνοιγμα του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που τους έδωσε τη δυνατότητα να κατακτούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο εμπόριο των σιτηρών, και τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1802-1815). Τότε άρχισαν να διαμορφώνονται τάξεις: α) οι μεγάλοι πλοιοκτήτες, οι πρόκριτοι, β) οι καραβοκύρηδες (=πλοίαρχοι), η «μεσαία τάξη» και γ) ο λαός, από τον οποίο προέρχονταν τα πληρώματα.

Οι ταξικές αντιθέσεις φέρνουν και τις πρώτες εργατικές εξεγέρσεις. Σύμφωνα με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, οι πρώτες αντιδράσεις καταγράφονται το 1800 στις Σπέτσες, όπου «αφηνίασαν οι ναυτικοί όμιλοι (…), μη υπακούοντες εις τους προκρίτους και ταράττοντες την κοινήν ησυχίαν και τάξιν».

Τότε γίνεται εξέγερση και στην Υδρα κατά την οποία δολοφονήθηκε ο Ανδρέας Κουντουριώτης, πατέρας του Λάζαρου και του Γεώργιου, ενώ ακολουθεί το 1815 «στάσις του λαού κατά των δημογερόντων» στα Ψαρά.

Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων ξέσπασε μεγάλη κρίση στη ναυτιλία καθώς άρχισαν να κυκλοφορούν ξανά στη Μεσόγειο πολλά ξένα πλοία ανταγωνιστικά των ελληνικών και μειώθηκαν η τιμή του σιταριού και οι ναύλοι. Αυτό είχε αποτέλεσμα να δέσουν πολλά πλοία στα νησιωτικά λιμάνια, χιλιάδες ναύτες να μείνουν άνεργοι και σταδιακά να «νεκρώσει» όλο το εμπόριο.

«Από το 1818 μέχρι του 1821 έτους, το εμπόριον των Υδραίων ενεκρώθη παντάπασι. Τα πλοία των ήσαν εις ακινησίαν και ο λαός εδυστύχει», έγραφε ο Αντώνης Μιαούλης, γιος του ηρωικού ναυάρχου Ανδρέα, στο «Υπόμνημα περί της νήσου Υδρας» (Αθήνα 1864, σελ. 43). Αυτή η κατάσταση επικρατούσε τον Μάρτιο του 1821, όταν άρχισε να φτάνει η είδηση για την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Οπως γράφει ο Αναστάσιος Ορλάνδος στα «Ναυτικά» (τ. Α’, σελ. 55-56) στο λιμάνι των Σπετσών υπήρχαν 50 πλοία και μερικά μικρότερα ενώ τα πλοία της Υδρας ήταν περίπου 60.

Γενικά, ανάμεσα στους ιστοριογράφους της εποχής υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις για τη δύναμη του ελληνικού στόλου. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε στον επίσημο πίνακα που προσαρτήθηκε σε βασιλικό διάταγμα της 12ης Ιουλίου 1856 και ορίζει τις απαιτήσεις των νησιών, αποδίδοντας στην Υδρα 59 πλοία, στις Σπέτσες 47 και στα Ψαρά 40 πλοία. Κατά τον Ορλάνδο, οι Υδραίοι υπερτερούσαν σε αριθμό πλοίων αλλά οι Σπέτσες είχαν πιο σύγχρονα και μεγαλύτερα πλοία, καθώς πολλά είχαν ναυπηγηθεί μετά το 1810, μεταξύ των οποίων τα δικάταρτα βρίκια (μπρίκια) της Μπουμπουλίνας, του Παύλου και Ανδρέα Χ. Αναργύρου, του Χριστόδουλου Κούτση κ.ά., που έφεραν από 16 έως 18 κανόνια το καθένα. Να σημειωθεί ότι όλα τα πλοία της εποχής είχαν οπλισμό και οι ναύτες ήταν εκπαιδευμένοι σ’ αυτόν για να αποφεύγουν τις πειρατικές επιθέσεις.

Στις Σπέτσες έγιναν και άλλες ναυπηγήσεις στη διάρκεια του Αγώνα, συνολικά 27 ταχύπλοων βρικογολετών, ενώ η Υδρα διέθεσε πολλά μικρά παλαιά σκάφη ως πυρπολικά. Αυτά δεν περιλαμβάνονται στον επίσημο πίνακα. Η είδηση για την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο ξεσήκωσε τους νησιώτες, που δυσανασχετούσαν από τη μακροχρόνια ανεργία.

Η αρχή έγινε στις Σπέτσες, όπου υπήρξε μυστική προετοιμασία από Φιλικούς του νησιού και παρότι, όπως αναφέρει η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (συλλογικό έργο, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ’, σελ. 101), οι πρόκριτοι ήταν διστακτικοί και αναποφάσιστοι περιμένοντας τον ξεσηκωμό της γειτονικής Υδρας, η κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια τους και υψώθηκε στις 3 Απριλίου η σημαία της Επανάστασης. Ακολούθησε η Επανάσταση στα Ψαρά.

Στο μεταξύ, ο Οικονόμου μαζί με τον Γκίκα ξεσήκωσαν, στις 28 Μαρτίου, τους Υδραίους, που κατέλαβαν πλοία, πήραν τον οπλισμό τους και εισέβαλαν στο διοικητήριο. Θορυβημένοι οι πρόκριτοι κατέφυγαν σε μοναστήρι, όπως περιγράφουν οι Φιλήμων και Σπ. Τρικούπης, αλλά ακούγοντας απ’ έξω τον κόσμο διασκορπίστηκαν έντρομοι.



Ο Αντώνιος Οικονόμου

Ετσι, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του νησιού πέρασε στον Οικονόμου, ο οποίος, ωστόσο, δεν θέλησε να ανατρέψει την κυριαρχία των προκρίτων. Επιδίωξε μόνο να εισέλθουν στην Επανάσταση. Εκείνοι έξυπνα φερόμενοι αναγνώρισαν τη νέα διοίκηση, διέθεσαν χρήματα για να εξοπλιστούν και να αναχωρήσουν πλοία του στόλου και παράλληλα κατέστρωναν τα σχέδιά τους για να απομακρύνουν τον Οικονόμου.

Στις 15 Απριλίου έγινε δοξολογία στην Υδρα για τον Αγώνα ενώ πολύς κόσμος άρχισε να μεταστρέφεται και να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον Οικονόμου, τον οποίο καταφέρνουν τελικά στις 12 Μαΐου οι πρόκριτοι να εκδιώξουν βίαια από το νησί, μαζί με τον Γκίκα. Φτάνοντας στην Πελοπόννησο ο Οικονόμου υποχρεώθηκε να παραμείνει περιορισμένος για 5 μήνες στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στον Φενεό Κορινθίας.

Με την έξοδό του από το μοναστήρι οι πρόκριτοι της Υδρας, που βρίσκονταν στο Αργος για την Α’ Εθνοσυνέλευση, θορυβημένοι απαίτησαν, όπως περιγράφει ο Φιλήμων, από τους προκρίτους της Πελοποννήσου να τους βοηθήσουν για τη δολοφονία του Οικονόμου. Αυτό ανέλαβε να κάνει ένας άνθρωπος του προκρίτου της Αχαΐας, Ανδρέα Λόντου, ονόματι Ξύδης.

Ο Οικονόμου δολοφονήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1821, έξω από το χωριό Κουτσοπόδι Αργολίδας. Ο Γκίκας Θ. Γκίκας έχασε τη ζωή του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες μετά την άλωση της Τρίπολης, για την οποία πολέμησε.

 

Σχόλια