Τι σημαίνει: Μπλόκο



Αυτές τις μέρες, οι αγρότες με τα τρακτέρ τους πιάνουν τα πόστα τους στις εθνικές οδούς για να διαμαρτυρηθούν για την εξωφρενική αύξηση του κόστους παραγωγής των προϊόντων τους (κυρίως εξαιτίας της απογείωσης των τιμών του ρεύματος και του πετρελαίου), τα οποία φτάνουν στο ράφι 200%-300% παραπάνω από την εξευτελιστική τιμή αγοράς στο χωράφι.

Γιατί; Επειδή δεν υπάρχει κανένας απολύτως κρατικός έλεγχος στο κύκλωμα παραγωγής-πώλησης, μιας και το Καθεστώς έχει δυσανεξία σε οποιονδήποτε ελεγκτικό μηχανισμό που θα περιόριζε τα υπερκέρδη των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ προς όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών. Για τα καραγκιοζιλίκια του καλαθιού του νοικοκυριού δεν χρειάζεται να πούμε κάτι – σε μια ευνομούμενη χώρα, οι σουπερμαρκετάδες θα χρυσοπλήρωναν τη διαφήμιση των προϊόντων τους, που τους κάνει τώρα τσάμπα ο πρώην πωλητής νανογιλέκων, παρντόν, ο αρμόδιος υπουργός.

Ετσι, οι αγρότες επανδρώνουν τα μπλόκα τους. Το μπλόκο! Είναι μια λέξη με μεγάλο ειδικό βάρος. Ποιος ξεχνάει το Μπλόκο της Κοκκινιάς, τον Αύγουστο του 1944, με τους 200 εκτελεσμένους από τους ναζί και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους; Ή την κινηματογραφική του αποτύπωση, το περίφημο «Μπλόκο» του Αδωνη Κύρου, του 1965, με τους Κατράκη, Καζάκο, Φέρτη και Καλογεροπούλου, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη;

Μπλόκο σημαίνει, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, «αποκλεισμός περιοχής με τοποθέτηση εμποδίων», π.χ. «τα μπλόκα των αγροτών» που λέγαμε. Ομως, μπλόκο είναι, ειδικότερα, «το κλείσιμο δρόμου από αστυνομικές ή στρατιωτικές δυνάμεις για τον έλεγχο όσων περνούν και τη σύλληψη καταζητούμενων». Οπότε έχουμε και το Κατοχικό Μπλόκο, αλλά και τα γνωστά μπλόκα της Αστυνομίας, στα οποία «συλλαμβάνονται δραπέτες των φυλακών», όπως λέει, παραδειγματικά, το Λεξικό.

Το μπλόκο προέρχεται από το ιταλικό «blocco», από τη μεσαιωνική ολλανδική λέξη «blok», με καταγωγή από τον αρχαίο γερμανικό όρο «bloch», που είναι το κούτσουρο, ο κορμός δέντρου. Η λέξη «μπλοκ», που σημαίνει τη δέσμη φύλλων χαρτιού (λέμε «μπλοκ αποδείξεων, σημειώσεων ή ζωγραφικής»), τον συνασπισμό κρατών (π.χ. Ανατολικό Μπλοκ), τη συμπαγή ομάδα ατόμων με κοινή ιδεολογία και σκοπούς (π.χ. το μπλοκ των αναρχικών στη διαδήλωση), το οικοδομικό τετράγωνο, το στρατόπεδο, ακόμα και, ως αθλητικός όρος, το σταμάτημα από αντίπαλο της μπάλας στο μπάσκετ ή στο βόλεϊ, είναι ομόρριζο με το μπλόκο. Οπως και το ρήμα «μπλοκάρω», δηλαδή «αποκλείω τη διέξοδο, περικυκλώνω, δεσμεύω ή υφίσταμαι εμπλοκή και παύω να λειτουργώ», σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό – λέμε πως ένα μηχάνημα μπλοκάρισε ή πως η τράπεζα μπλοκάρισε τις καταθέσεις κάποιου.

Στην αργκό συναντάμε επίσης και τη λέξη «κοκομπλόκο», που δεν είναι ακόμα επισήμως λεξικογραφημένη, η οποία σημαίνει την απόλυτη σύγχυση: «έπαθα κοκομπλόκο» λέμε όταν μένουμε άναυδοι, όταν τα χάνουμε ή κοκαλώνουμε από κάτι ξαφνικό. Πιθανότατα η λέξη, σύμφωνα με την ιστοσελίδα slang.gr, προέρχεται από την αγγλική έκφραση cockblocked, που δηλώνει την αιφνίδια διακοπή της σεξουαλικής πράξης («cock» σημαίνει κόκορας, αλλά και πέος).

Τώρα βέβαια, τη στιγμή που εμείς ετυμολογούμε λέξεις εκ του ασφαλούς, οι αγρότες ξεπαγιάζουν στα μπλόκα τους στην Εθνική, μπας και καταφέρουν να ενημερώσουν τους αστούς πως οι πατάτες που θα φάμε τηγανητές το μεσημέρι δεν βλάστησαν στα ράφια του σούπερ μάρκετ, αλλά σε κάποιο χωράφι, στο οποίο κάποιος κόπιασε πολύ και καταχρεώθηκε για να τις καλλιεργήσει, αλλά αναγκάστηκε να τις ξεπουλήσει μπιρ παρά.

 

Σχόλια