ΣΚΛΑΒΟΙ "ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ"

Συνοπτικά και επί της ουσίας: Στην ήπειρο που κατ’ εξοχήν ξεκληρίστηκε εξαναγκαζόμενη επί τρεισήμισι αιώνες να εξάγει την ίδια της τη σάρκα για να τροφοδοτήσει τις φυτείες του Νέου Κόσμου με την απαραίτητη ανθρώπινη πρώτη ύλη, το καθεστώς της δουλείας ποτέ δεν εξαλείφθηκε πραγματικά ούτε για μια στιγμή, παρά την επίσημη κατάργησή του το 1870





Χάνοντας την νόμιμη πρόσβασή του στις μεγάλες διεθνείς αγορές, το αφρικανικό δουλεμπόριο απλά υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση σε ενδοηπειρωτικές κυρίως - αλλά και σε προς Ανατολάς συναλλαγές - ενώ παράλληλα διατήρησε όπου μπορούσε τις πατροπαράδοτες σχέσεις ιδιοκτησίας ορισμένων φύλαρχων ή και ολόκληρων φυλών πάνω σε μέλη άλλων φυλών.

Οι σχέσεις αυτές, είναι αλήθεια, προϋπήρχαν από αιώνες πριν η «ανακάλυψη» του Κολόμβου πυροδοτήσει τη γενικευμένη υπερατλαντική εξάπλωση της αγοραπωλησίας μαύρης σαρκός και, από πολλές απόψεις, αποτέλεσαν την ίδια τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε τότε το διεθνές δουλεμπόριο. Αυτή η «ιστορικότητα» εξάλλου εξηγεί εν πολλοίς την κοινωνική ανοχή που επιδεικνύει ακόμα και σήμερα σημαντική μερίδα του αφρικανικού πληθυσμού απέναντι στις σχέσεις «εθιμικής δουλείας» καθώς και τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάστασης εκ μέρους πολλών από τα θύματα. 

Μαυριτανία


Σύμφωνα με τα στοιχεία διάφορων ξένων παρατηρητών και δημοσιογράφων που έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς επί τόπου έρευνες, τουλάχιστον ογδόντα με εκατό χιλιάδες άνθρωποι στηΜαυριτανία(ήτοι 4 με 5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας των δύο εκατομμυρίων κατοίκων) εξακολουθούν και σήμερα ν’ αποτελούν αναπόσπαστο  τμήμα της κινητής περιουσίας ενός περιορισμένου αριθμού ισχυρών φύλαρχων.

Πρόκειται επί το πλείστον για μαύρους Αφρικανούς «αμπίντ» (δηλαδή γεννημένους σκλάβους) της φυλής Χαρατίν, που ανήκουν «παραδοσιακά» σε κάποιους λιγότερο απ’ αυτούς σκούρους Βερβέρους, περίπου λευκοί για τα εκεί δεδομένα, και άρχουσα τάξη της χώρας.

Οι κυβερνήσεις της Μαυριτανίας έχουν βέβαια κατά καιρούς καταδικάσει μετά βδελυγμίας αυτές τις πρακτικές εφόσον η δουλεία  τελεί (τυπικά τουλάχιστον) εκτός νόμου με βάση το Σύνταγμα της χώρας που ψηφίστηκε μετά την ανεξαρτησία το 1960. Το πρόσθετο ειδικό προεδρικό διάταγμα του 1980, καθώς και το νέο Σύνταγμα και ο ποινικός κώδικας του 1999 το επαναβεβαίωσαν, ενώ νόμος που ψηφίστηκε το 2007 προβλέπει ποινές κάθειρξης μέχρι δέκα ετών για όποιον βρεθεί ένοχος κατοχής σκλάβου.

Επί της ουσίας όμως, και παρά τις αντίθετες κυβερνητικές διακηρύξεις, η Μαυριτανία συνεχίζει αυτή τη στιγμή να διατηρεί μέσα στα σύνορά της το μεγαλύτερο παγκοσμίως πληθυσμό «εθιμικών σκλάβων» ή αλλιώς «σκλάβων-οικοσκευή», δηλαδή σκλάβων που όχι μόνο αγοράζονται, πουλιούνται ή ανταλλάσσονται  ως κοινά αντικείμενα αλλά και κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, και μάλιστα πακέτο με τα παιδιά τους που θεωρούνται «αυτοδίκαια» ως σκλαβάκια εκ γενετής εφόσον προήλθαν από γονείς σε καθεστώς δουλείας.

Ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και τη φυσική τους κατάσταση, οι σκλάβοι στη Μαυριτανία γνωρίζουν πολλές και διάφορες «χρήσεις»:

Βόσκουν και φροντίζουν τα κοπάδια, εκτελούν τις βαριές οικιακές εργασίες, ακολουθούν το αφεντικό τους στις μετακινήσεις του και γενικά καλύπτουν όλες τις ανάγκες και επιθυμίες του, μη εξαιρουμένων των κλινικών. Οι αφέντες-ιδιοκτήτες είναι εξάλλου οι μόνοι αρμόδιοι ν’ αποφασίσουν αν και πότε ένας σκλάβος μπορεί να παντρευτεί κι αν θα πάνε τα παιδιά του στο σχολείο. Και εννοείται ότι κανένας σκλάβος δεν ψηφίζει ούτε βρίσκεται καν καταγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους. 


Πολλοί από τους σκλάβους παραμένουν στην ιδιοκτησία του ίδιου αφέντη εφ’ όρου ζωής, αρκετοί μεταβιβάζονται ή χαρίζονται ως δώρα σε φίλους, κάποιοι δίνονται σαν προίκα στα κορίτσια στο γάμο τους, κι άλλοι πάλι ανταλλάσσονται με κατσίκες, καμήλες, ακόμα και με αυτοκίνητα, ή απλά πουλιούνται έναντι ρευστού όταν προκύψει η σχετική ανάγκη.

Νίγηρας


Παρόμοια κατάσταση καταγράφεται και στο Νίγηρα, όπου οι «σκλάβοι-οικοσκευή» με τη στενή έννοια του όρου υπολογίζονται μετριοπαθώς σε σαράντα με πενήντα χιλιάδες, ενώ οι άνθρωποι που επί της ουσίας διαβιούν σε συνθήκες δουλείας - δεν ανήκουν δηλαδή μεν «κληρονομικά» στο αφεντικό τους με βάση το εθιμικό «δίκαιο» αλλά και δεν μπορούν να το εγκαταλείψουν γιατί πρακτικά και ψυχολογικά εξαρτώνται ολοκληρωτικά απ’ αυτόν – αγγίζουν τις οκτακόσιες χιλιάδες σε σύνολο πληθυσμού δώδεκα εκατομμυρίων. 

Τα στοιχεία προέρχονται από επί τόπου έρευνα και «απογραφή» που πραγματοποίησε επί σειρά ετών ηTimidria(αδελφοσύνη / αλληλεγγύη στη διάλεκτο Ταματσέκ), οργάνωση Νιγήριων ακτιβιστών ταγμένων στην υπόθεση της καταπολέμησης της δουλείας, που από το 1991 παλεύουν με νύχια και με δόντια, μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, για να σπάσουν τη σιωπή γύρω απ’ αυτό το θέμα-ταμπού για τη χώρα τους.

Η δουλεία στον Νίγηρα είναι παλιά ιστορία και μέρος της “παράδοσης” του τόπου, γι αυτό και μολονότι τυπικά διώκεται (ο νέος νόμος που ψηφίστηκε το 2004 προβλέπει μέχρι και 30 χρόνια κάθειρξη για κατοχή ή εμπόριο σκλάβων), η κυβέρνηση ωστόσο αρνείται να παραδεχτεί τη μαζικότητα του φαινομένου και στην πράξη αφήνει ανενόχλητους τους δουλοκτήτες.

Στην καλύτερη περίπτωση ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι κάνουν λόγο για αμελητέα και μεμονωμένα κρούσματα, ενώ κάθε απόπειρα αποκάλυψης των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος θεωρείται περίπου ως αντεθνική προπαγάνδα.

Η συνένοχη σιωπή έχει βέβαια την εξήγησή της καθώς το λόμπι των δουλοκτητών είναι από τα ισχυρότερα μέσα στη χώρα και αποτελεί κοινό μυστικό πως, εκτός από βίλες, αυτοκίνητα και λοιπά άψυχα αγαθά, πολλά μέλη της εγχώριας ελίτ κατέχουν επίσης και σκλάβους ως απαραίτητο αξεσουάρ της οικοσκευής τους, κι αυτό ακόμα και μέσα στη Νιαμέυ, την πρωτεύουσα της χώρας.

Η πλειοψηφία των δουλοκτητών ωστόσο ζούνε στις παρυφές της Σαχάρα, στο βορρά και στις δυτικές περιοχές της χώρας.

Πρόκειται κυρίως για φύλαρχους αραβικής καταγωγής καθώς και για καλά οπλισμένους νομάδες της φυλής των Τουαρέγκ στους οποίους η κυβέρνηση δεν τολμάει να βάλει χέρι για ευνόητους λόγους. Η ξερή και σκονισμένη επαρχία της Ταχούα στον δυτικό Νίγηρα φιλοξενεί τον σκληρό πυρήνα τους. Εκεί, σύμφωνα με τηνTimidria, η δουλοκτημοσύνη ζει και βασιλεύει, με τους λευκούς Τουαρέγκ να διαφεντεύουν όχι μόνο τους μαύρους «κατώτερων» φυλών αλλά ακόμα και τους σκουρότερους μεταξύ των ομόφυλών τους Τουαρέγκ. 

Μαλί


Αν η Μαυριτανία και ο Νίγηρας συγκεντρώνουν αυτή τη στιγμή τους πιο τρανταχτούς αριθμούς σκλάβων σε όλη την Αφρική, δε σημαίνει δυστυχώς ότι οι υπόλοιπες χώρες, και ιδιαίτερα οι υποσαχάριες, είναι απαλλαγμένες από το φαινόμενο. Τόσο στο Τσαντ όσο και στο Μαλί, η παραδοσιακή κληρονομική δουλεία και η άτυπη «ιεραρχία του χρώματος» (όσο πιο σκούρος τόσο χειρότερα) καλά κρατούν, έστω και σε συγκριτικά πιο περιορισμένο βαθμό.

Σε ό,τι αφορά τοΜαλί, η γράφουσα μπορεί να καταθέσει επ’ αυτού και μια άμεση προσωπική μαρτυρία γνωριμίας με τρία παιδιά-σκλάβους δέκα, έντεκα και δεκατριών ετών, στην περικυκλωμένη από άμμο Τιμπουκτού, στο βορρά της χώρας. 

Επρόκειτο για τρία παλικαράκια της μαύρης φυλής Μπέλα, φυλή που «παραδοσιακά» θεωρείται φύση και θέση «κατώτερη» των ανοιχτόχρωμων Τουαρέγκ και ως τέτοια τους οφείλει υποταγή.

Τα αγόρια είχαν αποσπαστεί «δικαιωματικά» από τις οικογένειές τους για να μπούνε στην υπηρεσία ως προσωπικοί δούλοι του κυρίου και αφέντη τους, ενός συνεχώς μετακινούμενου ανά τη Σαχάρα σαραντάχρονου Τουαρέγκ έμπορου. Είχαν πάνω από δύο χρόνια να έρθουν σ’ επαφή με τους γονείς τους που ζούσαν και δουλεύανε (ως σκλάβοι κι αυτοί) στα αλατωρυχεία του Ταουντάνι καμιά τρακοσαριά χιλιόμετρα βόρεια της Τιμπουκτού, στην καρδιά της ερήμου. Και όμως, τα παιδιά αυτά θεωρούσαν τους εαυτούς τους τυχερούς γιατί ο αφέντης τους ήταν, λέει, βολικός και δεν τους έδερνε πολύ, άσε που είχαν γλιτώσει από την ακόμα σκληρότερη ζωή στο αλατωρυχείο ... 

Άσε που παρέμεναν εντός συνόρων, προσθέτω εγώ, οπότε ίσως, μπορεί, ενδεχομένως, ποιος ξέρει, ινσαλλαχ, να ξαναβλέπανε κάποτε τις μανάδες τους... πιθανότητα μάλλον ισχνή για τα δεκαπέντε χιλιάδες παιδιά που σύμφωνα με τη Unicefαποσπώνται ετησίως από τις οικογένειές τους στο Μαλί για να προωθηθούν μέσω των δουλεμπόρων στη γειτονική Ακτή Ελεφαντοστού όπου και υποβάλλονται σε καταναγκαστική εργασία στις εκεί φυτείες κακάο.

Μα το Μαλί δεν είναι η μόνη χώρα εξαγωγής παιδιών-σκλάβων προς πλουσιότερες (που λέει ο λόγος) γειτονικές. ΣτοΜπενίν (πρώην Νταχομέι) και στο Τόγκο, δυο τόποι που έχουν αιμορραγήσει όσο λίγοι από το υπερατλαντικό δουλεμπόριο, οι διακινητές μαύρης σάρκας συνεχίζουν και σήμερα την ανατριχιαστική παράδοση προμηθεύοντας πλούσιες οικογένειες της Νιγηρίας και του Γκαμπόν με ανήλικα σκλαβάκια για όλες τις δουλειές. Η αντίστοιχη πηγή «πρώτης ύλης» για τα σπίτια της «καλής» κοινωνίας του Καμερούνεντοπίζεται στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Και πάει λέγοντας …

Κάπως έτσι αθροίζονται σε διακόσιες χιλιάδες τα παιδιά που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Unicef διακινούνται ετησίως προς πάσα χρήση και κάθε κατεύθυνση στη Δυτική και Κεντρική Αφρική.

Σουδάν


Αν σε όλες τις παραπάνω χώρες της Δυτικής Αφρικής μπορεί κανείς να πει ότι ο ανεφοδιασμός των δουλεμπόρων σε ανθρώπινη πρώτη ύλη διεξάγεται με μία σχετική διακριτικότητα για ευνόητους λόγους, αντίθετα στην ανατολική πλευρά της ηπείρου, και πιο συγκεκριμένα στο Σουδάν για πολλές δεκαετίες δεν χρειάστηκε να τηρηθούν ούτε καν τα προσχήματα, τουλάχιστον μέχρι το 2005 οπότε και έληξε τυπικά ο εμφύλιος που οδήγησε αργότερα στην ανεξαρτητοποίηση του Νότιου Σουδάν. 

Μέχρι τότε οι ένοπλες επιδρομές των Αραβο-μουσουλμάνων «εθνοφυλάκων» του Βορρά στα χωριά των Ντίνκας στο Νότο δεν αποβλέπανε μόνο στην εδραίωση της εξουσίας του Χαρτούμ πάνω στον ατίθασο και παραδοσιακά ανιμιστικό μαύρο πληθυσμό, αλλά προσφέρανε και μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την άκρως προσοδοφόρα απαγωγή γυναικόπαιδων ως «ομήρων» και «αιχμαλώτων πολέμου».

Η «σοδειά» στη συνέχεια προωθούταν στο βορρά της χώρας και πουλιόταν στη ματσωμένη αραβική ελίτ ή πήγαινε για εξαγωγή στο Ομάν, τη Σαουδική Αραβία και τα κρατίδια του Περσικού Κόλπου προς τέρψιν των διαφορών πετρελαιάδων και λοιπών αναξιοπαθούντων των χωρών του μαύρου χρυσού.

Την αναβίωση και εξάπλωση του δουλεμπορίου στην πιο κλασσική και βίαια μορφή του μέσα στο σπαρασσόμενο Σουδάν πρωτοήρθε στο φως στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα από κάποιους καθολικούς ιεραπόστολους που είχαν επιλέξει το νότο της χώρας για να διαδώσουν το λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τη χαρμόσυνη είδηση της Αναστάσεως Αυτού στους ανενημέρωτους μαύρους ανιμιστές. 

Καθώς όμως φούντωνε ο εμφύλιος, αντί για μάχη υπέρ της σωτηρίας των ψυχών, η χριστιανική αδελφότητα σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπη με την πολύ πιο πεζή - πλην αναγκαία - συνθήκη της σωτηρίας του υλικού σώματος του εν δυνάμει ποιμνίου που φυλλορροούσε προς το Βορρά, αλυσοδεμένο και στοιβαγμένο σε καρότσες φορτηγών. 

Η επιλεγείσα μέθοδος σωτηρίας ωστόσο αποδείχτηκε μπούμερανγκ.

Οι έρανοι που άρχισαν από τότε να οργανώνονται με στόχο την εξαγορά και την απελευθέρωση των θυμάτων του δουλεμπορίου είχε σαν αποτέλεσμα την παραπέρα ανάπτυξή του. 

Λογικό βεβαίως αφού στους υποψήφιους αγοραστές προστέθηκαν πια και οι χριστιανοί φιλάνθρωποι.

Και χαράς ευαγγέλια για τους δουλέμπορους που συνέχισαν να προωθούν τα καλά και ακριβά «κομμάτια» στους πιο απαιτητικούς και καλοπληρωτές Άραβες πελάτες τους και να προσφέρουν για εξαγορά στους ιεραπόστολους τα «εμπορεύματα» βήτα διαλογής που κινδυνεύαν  να τους μείνουν στο ράφι.

Σε εκατό χιλιάδες υπολογίζονται ακόμα σήμερα οι σκλάβοι απόρροια του εμφυλίου στο Σουδάν.

Μικρά παιδιά ξερριζωμένα που δεν θυμούνται καν που είναι το σπίτι τους, ευνουχισμένοι έφηβοι με κομμένους τους αχίλλειους τένοντες για να μην μπορούν να δραπετεύσουν, αγόρια και κορίτσια φυλακισμένα σε «καλά» σπίτια και ταγμένα να υπηρετούν εφ’όρου ζωής τις όποιες επιθυμίες του εκάστοτε ιδιοκτήτη τους…

Διαβάστε επίσης σχετικά με τη δουλεία: 

Σχόλια