Πέθανε ο ήρωας Απόστολος Σάντας

Ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της σημαίας με τη σβάστικα από την Ακρόπολη και παραμονή της εργατικής Πρωτομαγιάς, έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο Απόστολος Φιλίππου Σάντας.
Ο Λάκης Σάντας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο όταν τη νύχτα της 30ης προς 31ης Μαΐου του 1941, κατέβασε μαζί με τον Μανώλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.

Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 31 Μαΐου 1993, ο Λάκης Σάντας είχε πει: "Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε... το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας".
Ο Απόστολος Σάντας με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στην Πάτρα.
Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός έλεγε: "Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, "ανώνυμοι"".
Ο Σάντας ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του το 1934. Το 1940 τελείωσε το γυμνάσιο και αμέσως εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε μετά την απελευθέρωση της χώρας.
Το 1942 εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ για να καταλήξει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ όπου συμμετείχε σε πολλές μάχες και τραυματίσθηκε το 1944.
Η δράση του είναι αδιάκοπη και το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια και το 1948 εστάλη στη Μακρόνησο. Από εκεί κατάφερε να ξεφύγει για να καταλήξει στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά, όπου θα ζήσει έως και το 1962. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1963.
Όσον αφορά στο κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας τον Μάιο του 1941,ο Λάκης Σάντας αναφέρεται εκτενώς, εκφράζοντας τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε τη υπόλοιπη ζωή του, στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 2010 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα με τίτλο «Μια νύχτα στην Ακρόπολη... μνήμες από μία σπουδαία εποχή».
Λέει ο Σάντας στην αρχή του βιβλίου: «Σε κάποιο βιβλίο του Κίπλινγκ, ή της Περλ Μπακ - δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πότε και πού - διάβασα ότι οι γέροι Κινέζοι, όταν γεννιέται ένα καινούργιο εγγόνι τους, πηγαίνουν στο νεογέννητο και του εύχονται να ζήσει τη ζωή του σε ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές. Αυτό ακριβώς συνέβη σε μένα και τους συνομήλικούς μου Έλληνες. Ζήσαμε σε πολύ ενδιαφέρουσες και σπουδαίες εποχές... Σε αυτά τα χρόνια, όλοι μαζί οι Έλληνες και Ελληνίδες, της λεγόμενης γενιάς του '40, ανεβάσαμε την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό ψηλά και γράψαμε ιστορία».
Η οικογένειά του ευχαριστεί θερμά τον διευθυντή, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του Κέντρου Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (Μ.Α.Θ.) του νοσοκομείου "Σωτηρία", που έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να τον σώσουν.

Σχόλια

  1. Πριν από 67 χρόνια, στις 16/5/1944 δοσίλογοι της Σαλαμίνας έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες για να βρεθεί και να συλληφθεί ο Φίλιππος Αργυρίου Τούτσης.

    Ο Φίλιππος Tούτσης γεννήθηκε το έτος 1915 και ήταν το τέταρτο από τα οκτώ παιδιά του Αργυρίου Γεωργ. Τούτση και της Ελένης Τούτση το γένος Νικολ. Περδικούρη.
    Από μικρό παιδί έπαιρνε μέρος σε γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες του πατρός του, ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος.
    Τα πρώτα μαθητικά του χρόνια βρισκόταν στη Σαλαμίνα και στη συνέχεια πήγε στο Β΄ εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά, απ’ όπου έλαβε και το απολυτήριό του στις 8/7/1936.
    Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, είχε ως αποτέλεσμα να βόσκει πρόβατα στην ευρύτερη περιοχή Καμινάκια - Άγιος Γεώργιος Σαλαμίνας και να πουλάει κάθε μέρα το γάλα στις γειτονιές της Κούλουρης. Όμως η κουραστική και συνάμα φτωχική αγροτική ζωή, δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη θέλησή του για ένα καλύτερο μέλλον.
    Στις 15/12/1936 ενεγράφη στους φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (αριθμ. Μητρώου 352), όπου και συμπλήρωσε τριετή φοίτηση τα πανεπιστημιακά έτη 1936-1937, 1937-1938 και 1938-1939.
    Κατά την περίοδο της φοίτησής του, επειδή δεν είχε δυνατότητα διαμονής στην Αθήνα, πολλές φορές είχε διανυκτερεύσει στο Πέραμα, όπου κοιμόταν στις βάρκες έως τις πρωινές ώρες που ξεκινούσαν τα δρομολόγια για τη Σαλαμίνα.
    Ήδη από τις 27/8/1935 είχε παρουσιασθεί στο Πεζικό Σώμα Στρατού, απ’ όπου έτυχε αναβολής. Στις 20/10/1938 κατετάγη Στρατεύσιμος στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού. Στις 31/1/1939 έλαβε το βαθμό του Δεκανέα και στις 1/5/1939 έλαβε το βαθμό του Λοχία. Στις 28/8/1939 μετετέθη στο 30ο Σύνταγμα Πεζικού απ’ όπου και απολύθηκε στις 16/8/1940. Όμως λόγω του πολέμου 1940-1941, στις 28/10/1940 κατετάγη στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού ως έφεδρος επιστρατευθείς και πολέμησε στην Αλβανία. Την 1/5/1941 θεωρήθηκε απολυθείς.
    Η περίοδο της Γερμανικής κατοχής υπήρξε καταλυτική στην πορεία της ζωής του. Έλαβε ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών και οργάνωσε ομάδα αντιστασιακών στη Σαλαμίνα, με σκοπό τη συλλογή και διαβίβαση πληροφοριών για τις ενέργειες των Γερμανών στρατιωτών και των Ελλήνων συνεργατών τους.
    Όμως για την εν λόγω δράση του, αλλά και για τις ικανότητές του, απέκτησε θανάσιμους εχθρούς, με αποτέλεσμα ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος να εκδηλώσουν τον φθόνο και το μίσος, με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταστρέψουν την ζωή του.
    Στις 16/5/1944 δόθηκαν πληροφορίες προς τους Γερμανούς στρατιώτες, για να τον βρούν και να τον συλλάβουν στην Αθήνα.
    Την ίδια ημέρα τον πήγαν στα κρατητήρια επί της οδού Μέρλιν κοντά στην πλατεία Συντάγματος, ακολούθησε η μεταφορά του στις φυλακές που βρίσκονταν στο Χαϊδάρι και αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια, στις 27/5/1944 τον θανάτωσαν δι’ απαγχονισμού, στο χωριό Κριεκούκι (Ερυθρές).
    Η είδηση του θανάτου του υπήρξε ένα ισχυρό πλήγμα για τους γονείς του, που τους άφησε ένα τεράστιο κενό. Έκαναν άκαρπες προσπάθειες συλλογής πληροφοριών για ανεύρεση της σωρού του. Την 1/5/1947 για τον εν λόγω θάνατο, απονεμήθηκε στον πατέρα του μηνιαία σύνταξη δύο χιλιάδων δρχ. Δυστυχώς κανένα άλλο από τα παιδιά τους δεν είχε τον χαρακτήρα και τις ικανότητές του, για να μετριάσει κατά κάποιο τρόπο τον πόνο και την πίκρα τους.
    Ως προς την κοινωνία της Κούλουρης, κάποιοι ικανοποίησαν τον φθόνο και το μίσος τους, καθώς δεν ήταν δυνατό να δεχθούν με κανένα τρόπο την εξέλιξή του. Εξάλλου με τη μέθοδο αυτή κατάφεραν να επιβιώσουν και να μην βρεθούν σε δύσκολη κατάσταση στην πορεία της ζωής τους.
    Σήμερα αυτό που έχει μείνει είναι δύο πλάκες με το ονοματεπώνυμό του και τα ονοματεπώνυμα όσων απαγχονίστηκαν μαζί του, σε δύο μνημεία που βρίσκονται στις Ερυθρές (Κριεκούκι) και στη Σαλαμίνα. Όταν βρίσκονται μπροστά σ’ αυτά τα μνημεία κάποιοι που γνωρίζουν, ίσως να αντιλαμβάνονται ως πραγματικούς υπαίτιους τους προδότες/δοσίλογους της Σαλαμίνας, κάποιοι άλλοι που δεν γνωρίζουν, θεωρούν ως μοναδικούς ενόχους τους Γερμανούς στρατιώτες, οι περισσότεροι όμως μάλλον δεν αντιλαμβάνονται απολύτως τίποτα, καθώς πηγαίνουν για εθιμοτυπικούς λόγους απόδοσης τιμών ή/και για την αυτοπροβολή τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου